- πνοά
- πνοά, πνοιά (πνοά, -αί, -αῖς(ιν), -άς: πνοιαῖς.)a breath ἅ μ' ἐθέλοντα προσέρπει καλλιρόαισι πνοαῖς (sc. Μετώπα) O. 6.83 καί μιν οὔπω τεθναότ, ἄσθματι δὲ φρίσσοντα πνοὰς ἔκιχεν (Er. Schmid: ἀμπνοὰς, ἀναπνοὰς codd.) N. 10.74b wind, gust of wind
ἴδε καὶ κείναν χθόνα πνοιαῖς ὄπιθεν Βορέα ψυχροῦ O. 3.31
ἄλλοτε δ' ἀλλοῖαι πνοαὶ ὑψιπετᾶν ἀνέμων P. 3.104
μὴ φθινοπωρὶς ἀνέμων χειμερία κατὰ πνοὰ δαμαλίζοι χρόνον (Bergk: καταπνοὰ codd.) P. 5.121 Ζεφύρου τε σιγάζει πνοὰς αἰψηράς Παρθ. 2. 16.c sound of wind-instruments πόμ' ἀοίδιμον Αἰολίσσιν ἐν πνοαῖσιν αὐλῶν (ἐμπνοαῖς v. l.: ἐμπνοαῖσιν Turyn) N. 3.79
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.